εξελλήνιση

εξελλήνιση
η
1. η μεταβολή κάποιου σε Έλληνα ή σε ελληνικό.
2. το να εμφανίζει ξένη λέξη γραμματικό τύπο και χρήση ελληνικής λέξης.
3. η μετάφραση στα ελληνικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξελλήνιση — η ο εξελληνισμός …   Dictionary of Greek

  • εξελληνισμός — ο η εξελλήνιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”